σινιέ

σινιέ
ο, η, το, Ν
(άκλ. επίθ.)
1. με υπογραφή, με εμπορικό έμβλημα, με σήμα κατατεθέν
2. (για πρόσ.) καλοντυμένος, κομψός, μοντέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. signe, μτχ. τού signer «υπογράφω» (< λατ. signum «σημείο, σφραγίδα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σινιάρω — και σενιάρω Ν [σινιέ] (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ.) σινιαρισμένος, η, ο καλοντυμένος, μοντέρνος, σινιέ …   Dictionary of Greek

  • σουπάρω — και σουπέρνω Ν παραθέτω ή παίρνω σουπέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπέ κατά τα ρ. σε άρω / (ε)ρνω (πρβλ. σινιέ: σινι άρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”