- σινιέ
- ο, η, το, Ν(άκλ. επίθ.)1. με υπογραφή, με εμπορικό έμβλημα, με σήμα κατατεθέν2. (για πρόσ.) καλοντυμένος, κομψός, μοντέρνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. signe, μτχ. τού signer «υπογράφω» (< λατ. signum «σημείο, σφραγίδα»)].
Dictionary of Greek. 2013.